- ψυχροφόβος
- ψυχρο-φόβος, ον,A dreading cold water, Gal.10.627.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυχροφόβος — ον, Α αυτός που φοβάται και αποστρέφεται το κρύο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + φόβος (< φόβος), πρβλ. ὑδρο φόβος] … Dictionary of Greek
ψυχροφόβους — ψυχροφόβος dreading cold water masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)